- σαύνια
- σαύνιονjavelinneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαυνία — σαύνιον javelin neut nom/voc/acc pl σαυνίον javelin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαύνια — Σαύνιον javelin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαύνιον — και σαυνίον, τὸ, Α 1. ακόντιο, ιδίως βαρβαρικό («θηρεύουσι δὲ σαυνία ἀφ ἵππων βάλλοντες», Στράβ.) 2. μτφ. (με κωμ. σημ.) το ανδρικό μόριο 3. (κατά τον Ησύχ.) «σαθρόν, χαῡνον, ἀσθενές». [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης] … Dictionary of Greek